Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολυτότητα οι απολυτότητες
      γενική της απολυτότητας των απολυτοτήτων
    αιτιατική την απολυτότητα τις απολυτότητες
     κλητική απολυτότητα απολυτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολυτότητα < απόλυτος + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απολυτότητα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • η απολυτότητα του θανάτου: η μη (φαντασιακή-μεταφυσική) προέκταση της ζωής μετά τον θάνατο, ο θάνατος ως καθαρό γεγονός χωρίς νοητικά-αυθαίρετα-υποθετικά τρικ

  Μεταφράσεις επεξεργασία