Δείτε επίσης: απογαλακτισμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολακτισμένος η απολακτισμένη το απολακτισμένο
      γενική του απολακτισμένου της απολακτισμένης του απολακτισμένου
    αιτιατική τον απολακτισμένο την απολακτισμένη το απολακτισμένο
     κλητική απολακτισμένε απολακτισμένη απολακτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολακτισμένοι οι απολακτισμένες τα απολακτισμένα
      γενική των απολακτισμένων των απολακτισμένων των απολακτισμένων
    αιτιατική τους απολακτισμένους τις απολακτισμένες τα απολακτισμένα
     κλητική απολακτισμένοι απολακτισμένες απολακτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

απολακτισμένος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία