αποκτηνωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκτηνωτικός < αποκτηνώνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααποκτηνωτικός, -ή, -ό
- που αποκτηνώνει, που οδηγεί στην αποκτήνωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποκτηνώνω και κτήνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκτηνωτικός