Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκαλόκαιρο τα αποκαλόκαιρα
      γενική του αποκαλόκαιρου των αποκαλόκαιρων
    αιτιατική το αποκαλόκαιρο τα αποκαλόκαιρα
     κλητική αποκαλόκαιρο αποκαλόκαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκαλόκαιρο < απο- + καλοκαίρι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκαλόκαιρο ουδέτερο

  • το τέλος του καλοκαιριού (ή η αμέσως μετά περίοδος)
    ※  Κ​​αλό αποκαλόκαιρο; Καλό φθινόπωρο; Ή καλό χειμώνα; Η αρχή του φθινοπώρου τείνει να γίνει η πιο αμήχανη ως προς το τι θα ευχηθούμε ως χαιρετισμό. Γι’ αυτό και υπάρχει τέτοια πληθώρα ευχών.(…) Φέτος (νομίζω ότι είναι φετινό) και μέσω του facebook κυρίως –προφορικά δεν το έχω ακούσει– άρχισε να διακινείται, ιδιαιτέρως από μερίδα συγγραφέων και διανοητών, η ευχή «καλό αποκαλόκαιρο». Ωραία λέξη, ευτυχώς που την ξαναθυμήθηκαν και την ξανάφεραν στο λεξιλόγιό μας. Είναι εκείνο το γύρισμα της ώρας που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο: απομεσήμερο, απόβραδο… Αλλά σημαίνει το τελείωμά του –του μεσημεριού, του βραδιού, του καλοκαιριού. (εφ. καθημερινή, 2/9/2014)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία