Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκαλοκαιρινός < αποκαλόκαιρο + -ινός

  Επίθετο επεξεργασία

αποκαλοκαιρινός

  Μεταφράσεις επεξεργασία