αποκαλόκαιρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκαλόκαιρα < αποκαλόκαιρο + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααποκαλόκαιρα
- κατά την περίοδο του αποκαλόκαιρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκαλόκαιρα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποκαλόκαιρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαλόκαιρο