αποδραματοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδραματοποίηση | οι | αποδραματοποιήσεις |
γενική | της | αποδραματοποίησης* | των | αποδραματοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποδραματοποίηση | τις | αποδραματοποιήσεις |
κλητική | αποδραματοποίηση | αποδραματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδραματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδραματοποίηση < αποδραματοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédramatisation)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδραματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποδραματοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδραματοποίηση