Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδραματοποιώ < απο- + δραματοποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédramatiser)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ðɾa.ma.to.piˈo/

  Ρήμα επεξεργασία

αποδραματοποιώ (παθητική φωνή: αποδραματοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία