αποδραματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδραματοποιώ < απο- + δραματοποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédramatiser)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποδραματοποιώ (παθητική φωνή: αποδραματοποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποδραματοποίηση
- → δείτε τις λέξεις από, δράμα, δρω και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδραματοποιώ | αποδραματοποιούσα | θα αποδραματοποιώ | να αποδραματοποιώ | αποδραματοποιώντας | |
β' ενικ. | αποδραματοποιείς | αποδραματοποιούσες | θα αποδραματοποιείς | να αποδραματοποιείς | (αποδραματοποίει) | |
γ' ενικ. | αποδραματοποιεί | αποδραματοποιούσε | θα αποδραματοποιεί | να αποδραματοποιεί | ||
α' πληθ. | αποδραματοποιούμε | αποδραματοποιούσαμε | θα αποδραματοποιούμε | να αποδραματοποιούμε | ||
β' πληθ. | αποδραματοποιείτε | αποδραματοποιούσατε | θα αποδραματοποιείτε | να αποδραματοποιείτε | αποδραματοποιείτε | |
γ' πληθ. | αποδραματοποιούν(ε) | αποδραματοποιούσαν(ε) | θα αποδραματοποιούν(ε) | να αποδραματοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδραματοποίησα | θα αποδραματοποιήσω | να αποδραματοποιήσω | αποδραματοποιήσει | ||
β' ενικ. | αποδραματοποίησες | θα αποδραματοποιήσεις | να αποδραματοποιήσεις | αποδραματοποίησε | ||
γ' ενικ. | αποδραματοποίησε | θα αποδραματοποιήσει | να αποδραματοποιήσει | |||
α' πληθ. | αποδραματοποιήσαμε | θα αποδραματοποιήσουμε | να αποδραματοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποδραματοποιήσατε | θα αποδραματοποιήσετε | να αποδραματοποιήσετε | αποδραματοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποδραματοποίησαν αποδραματοποιήσαν(ε) |
θα αποδραματοποιήσουν(ε) | να αποδραματοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδραματοποιήσει | είχα αποδραματοποιήσει | θα έχω αποδραματοποιήσει | να έχω αποδραματοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδραματοποιήσει | είχες αποδραματοποιήσει | θα έχεις αποδραματοποιήσει | να έχεις αποδραματοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδραματοποιήσει | είχε αποδραματοποιήσει | θα έχει αποδραματοποιήσει | να έχει αποδραματοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδραματοποιήσει | είχαμε αποδραματοποιήσει | θα έχουμε αποδραματοποιήσει | να έχουμε αποδραματοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδραματοποιήσει | είχατε αποδραματοποιήσει | θα έχετε αποδραματοποιήσει | να έχετε αποδραματοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδραματοποιήσει | είχαν αποδραματοποιήσει | θα έχουν αποδραματοποιήσει | να έχουν αποδραματοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδραματοποιώ