Ετυμολογία

επεξεργασία
δραματοποιώ < δράμα + -ποιώ

δραματοποιώ (παθητικός τύθπος: δραματοποιούμαι)

  1. δίνω δραματική (θεατρική) μορφή σε ένα κείμενο
  2. παρουσιάζω ένα γεγονός πιο δραματικό από όσο είναι στην πραγματικότητα
     συνώνυμα: τραγικοποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία