δραματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδραματοποιώ (παθητικός τύθπος: δραματοποιούμαι)
- δίνω δραματική (θεατρική) μορφή σε ένα κείμενο
- παρουσιάζω ένα γεγονός πιο δραματικό από όσο είναι στην πραγματικότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δραματοποιώ | δραματοποιούσα | θα δραματοποιώ | να δραματοποιώ | δραματοποιώντας | |
β' ενικ. | δραματοποιείς | δραματοποιούσες | θα δραματοποιείς | να δραματοποιείς | (δραματοποίει) | |
γ' ενικ. | δραματοποιεί | δραματοποιούσε | θα δραματοποιεί | να δραματοποιεί | ||
α' πληθ. | δραματοποιούμε | δραματοποιούσαμε | θα δραματοποιούμε | να δραματοποιούμε | ||
β' πληθ. | δραματοποιείτε | δραματοποιούσατε | θα δραματοποιείτε | να δραματοποιείτε | δραματοποιείτε | |
γ' πληθ. | δραματοποιούν(ε) | δραματοποιούσαν(ε) | θα δραματοποιούν(ε) | να δραματοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δραματοποίησα | θα δραματοποιήσω | να δραματοποιήσω | δραματοποιήσει | ||
β' ενικ. | δραματοποίησες | θα δραματοποιήσεις | να δραματοποιήσεις | δραματοποίησε | ||
γ' ενικ. | δραματοποίησε | θα δραματοποιήσει | να δραματοποιήσει | |||
α' πληθ. | δραματοποιήσαμε | θα δραματοποιήσουμε | να δραματοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | δραματοποιήσατε | θα δραματοποιήσετε | να δραματοποιήσετε | δραματοποιήστε | ||
γ' πληθ. | δραματοποίησαν δραματοποιήσαν(ε) |
θα δραματοποιήσουν(ε) | να δραματοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δραματοποιήσει | είχα δραματοποιήσει | θα έχω δραματοποιήσει | να έχω δραματοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δραματοποιήσει | είχες δραματοποιήσει | θα έχεις δραματοποιήσει | να έχεις δραματοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δραματοποιήσει | είχε δραματοποιήσει | θα έχει δραματοποιήσει | να έχει δραματοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δραματοποιήσει | είχαμε δραματοποιήσει | θα έχουμε δραματοποιήσει | να έχουμε δραματοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δραματοποιήσει | είχατε δραματοποιήσει | θα έχετε δραματοποιήσει | να έχετε δραματοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δραματοποιήσει | είχαν δραματοποιήσει | θα έχουν δραματοποιήσει | να έχουν δραματοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δραματοποιούμαι | δραματοποιούμουν | θα δραματοποιούμαι | να δραματοποιούμαι | δραματοποιούμενος | |
β' ενικ. | δραματοποιείσαι | δραματοποιούσουν | θα δραματοποιείσαι | να δραματοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | δραματοποιείται | δραματοποιούνταν | θα δραματοποιείται | να δραματοποιείται | ||
α' πληθ. | δραματοποιούμαστε | δραματοποιούμασταν δραματοποιούμαστε |
θα δραματοποιούμαστε | να δραματοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | δραματοποιείστε | δραματοποιούσασταν δραματοποιούσαστε |
θα δραματοποιείστε | να δραματοποιείστε | δραματοποιείστε | |
γ' πληθ. | δραματοποιούνται | δραματοποιούνταν | θα δραματοποιούνται | να δραματοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δραματοποιήθηκα | θα δραματοποιηθώ | να δραματοποιηθώ | δραματοποιηθεί | ||
β' ενικ. | δραματοποιήθηκες | θα δραματοποιηθείς | να δραματοποιηθείς | δραματοποιήσου | ||
γ' ενικ. | δραματοποιήθηκε | θα δραματοποιηθεί | να δραματοποιηθεί | |||
α' πληθ. | δραματοποιηθήκαμε | θα δραματοποιηθούμε | να δραματοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | δραματοποιηθήκατε | θα δραματοποιηθείτε | να δραματοποιηθείτε | δραματοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | δραματοποιήθηκαν δραματοποιηθήκαν(ε) |
θα δραματοποιηθούν(ε) | να δραματοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δραματοποιηθεί | είχα δραματοποιηθεί | θα έχω δραματοποιηθεί | να έχω δραματοποιηθεί | δραματοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις δραματοποιηθεί | είχες δραματοποιηθεί | θα έχεις δραματοποιηθεί | να έχεις δραματοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δραματοποιηθεί | είχε δραματοποιηθεί | θα έχει δραματοποιηθεί | να έχει δραματοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δραματοποιηθεί | είχαμε δραματοποιηθεί | θα έχουμε δραματοποιηθεί | να έχουμε δραματοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δραματοποιηθεί | είχατε δραματοποιηθεί | θα έχετε δραματοποιηθεί | να έχετε δραματοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δραματοποιηθεί | είχαν δραματοποιηθεί | θα έχουν δραματοποιηθεί | να έχουν δραματοποιηθεί |