Ετυμολογία

επεξεργασία
τραγικοποιώ < τραγικός + -ποιώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾa.ʝi.ko.piˈo/

τραγικοποιώ (παθητικός τύπος: τραγικοποιούμαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία