dédramatisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dédramatisation | dédramatisations |
dédramatisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dédramatisation | dédramatisations |
dédramatisation (fr) θηλυκό