Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδομήσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποδομήσιμ
ος
η
αποδομήσιμ
η
το
αποδομήσιμ
ο
γενική
του
αποδομήσιμ
ου
της
αποδομήσιμ
ης
του
αποδομήσιμ
ου
αιτιατική
τον
αποδομήσιμ
ο
την
αποδομήσιμ
η
το
αποδομήσιμ
ο
κλητική
αποδομήσιμ
ε
αποδομήσιμ
η
αποδομήσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποδομήσιμ
οι
οι
αποδομήσιμ
ες
τα
αποδομήσιμ
α
γενική
των
αποδομήσιμ
ων
των
αποδομήσιμ
ων
των
αποδομήσιμ
ων
αιτιατική
τους
αποδομήσιμ
ους
τις
αποδομήσιμ
ες
τα
αποδομήσιμ
α
κλητική
αποδομήσιμ
οι
αποδομήσιμ
ες
αποδομήσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδομήσιμος
<
αποδομώ
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
αποδομήσιμος, -η, -ο
που μπορεί ή αξίζει να
αποδομηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποδομώ
και
δόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδομήσιμος