↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απογραμμένος η απογραμμένη το απογραμμένο
      γενική του απογραμμένου της απογραμμένης του απογραμμένου
    αιτιατική τον απογραμμένο την απογραμμένη το απογραμμένο
     κλητική απογραμμένε απογραμμένη απογραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απογραμμένοι οι απογραμμένες τα απογραμμένα
      γενική των απογραμμένων των απογραμμένων των απογραμμένων
    αιτιατική τους απογραμμένους τις απογραμμένες τα απογραμμένα
     κλητική απογραμμένοι απογραμμένες απογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απογραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απογράφω

απογραμμένος, -η, -ο και απογεγραμμένος

→ δείτε τη λέξη απογεγραμμένος