Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απογέμισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απογέμισμα
τα
απογεμίσμα
τ
α
γενική
του
απογεμίσμα
τ
ος
των
απογεμισμά
τ
ων
αιτιατική
το
απογέμισμα
τα
απογεμίσμα
τ
α
κλητική
απογέμισμα
απογεμίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απογέμισμα
<
απογεμίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απογέμισμα
θηλυκό
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
απογεμίζω
, το
γέμισμα
μέχρι
επάνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
απογέμιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απογέμισμα
αγγλικά
:
filling up
(en)
ιταλικά
:
riempimento
(it)