Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογεμίζω < απο- + γεμίζω (2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décharger)

  Ρήμα επεξεργασία

απογεμίζω

  1. γεμίζω εντελώς, μέχρι επάνω
  2. (στρατιωτικός όρος) αδειάζω (τελείως) το όπλο (πυροβολώντας)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία