↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποαστικοποίηση οι αποαστικοποιήσεις
      γενική της αποαστικοποίησης* των αποαστικοποιήσεων
    αιτιατική την αποαστικοποίηση τις αποαστικοποιήσεις
     κλητική αποαστικοποίηση αποαστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποαστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποαστικοποίηση < απο- + αστικοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deurbanization)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποαστικοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία