Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλεύριστος η απλεύριστη το απλεύριστο
      γενική του απλεύριστου της απλεύριστης του απλεύριστου
    αιτιατική τον απλεύριστο την απλεύριστη το απλεύριστο
     κλητική απλεύριστε απλεύριστη απλεύριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλεύριστοι οι απλεύριστες τα απλεύριστα
      γενική των απλεύριστων των απλεύριστων των απλεύριστων
    αιτιατική τους απλεύριστους τις απλεύριστες τα απλεύριστα
     κλητική απλεύριστοι απλεύριστες απλεύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλεύριστος < α- + πλευρίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απλεύριστος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία