Δείτε επίσης: ἀπιοειδής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απιοειδής η απιοειδής το απιοειδές
      γενική του απιοειδούς* της απιοειδούς του απιοειδούς
    αιτιατική τον απιοειδή την απιοειδή το απιοειδές
     κλητική απιοειδή(ς) απιοειδής απιοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απιοειδείς οι απιοειδείς τα απιοειδή
      γενική των απιοειδών των απιοειδών των απιοειδών
    αιτιατική τους απιοειδείς τις απιοειδείς τα απιοειδή
     κλητική απιοειδείς απιοειδείς απιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απιοειδής < (ελληνιστική κοινήἀπιοειδής < αρχαία ελληνική ἄπιον (αχλάδι) < ἄπιος (αχλαδιά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pi.o.iˈðis/

  Επίθετο

επεξεργασία

απιοειδής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία