Δείτε επίσης: απιοειδής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀπιοειδής τὸ ἀπιοειδές οἱ, αἱ ἀπιοειδεῖς τὰ ἀπιοειδ
Γενική τοῦ, τῆς ἀπιοειδοῦς τοῦ ἀπιοειδοῦς τῶν ἀπιοειδῶν τῶν ἀπιοειδῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἀπιοειδεῖ τῷ ἀπιοειδεῖ τοῖς, ταῖς ἀπιοειδέσι(ν) τοῖς ἀπιοειδέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀπιοειδ τὸ ἀπιοειδές τοὺς, τὰς ἀπιοειδεῖς τὰ ἀπιοειδ
Κλητική ἀπιοειδές ἀπιοειδές ἀπιοειδεῖς ἀπιοειδ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀπιοειδεῖ
Γενική-Δοτική ἀπιοειδοῖν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπιοειδής < ἄπι(ον) + -ο- + -ειδής < ἄπιον (αχλάδι) < ἄπιος (αχλαδιά)

  Επίθετο επεξεργασία

ἀπιοειδής, -ή, -ές