απειροσύνθετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίααπειροσύνθετος < άπειρος + σύνθετος
Επίθετο
επεξεργασίααπειροσύνθετος (el)
- (φυσική) χαοτικός, χαώδης, που αφορά συστήμα άπειρων συσχετισμών οι οποίοι εμφανίζουν κανονικότητα, όμως είναι εγγενώς αδύνατον να ακολουθηθεί η κάθε παραμέτρος, διότι η εντροπία που γεννά κάθε μέτρηση αυξάνει τις άγνωστες παραμέτρους στο σύστημα
- συνιστάμενος από άπειρες παραμέτρους
- συνιστάμενος από πολλά συστατικά τα οποία (ίσως) δεν είναι άπειρα, αλλά των οποίων οι ιδιότητες περιγράφονται από αριθμούς με άπειρα δεκαδικά ψηφία (μία στρογγυλοποίηση παρέχει πρόβλεψη πεπερασμένου χρόνου λόγω συσσώρευσης σφάλματος)