Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απειροσύνθετος η απειροσύνθετη το απειροσύνθετο
      γενική του απειροσύνθετου της απειροσύνθετης του απειροσύνθετου
    αιτιατική τον απειροσύνθετο την απειροσύνθετη το απειροσύνθετο
     κλητική απειροσύνθετε απειροσύνθετη απειροσύνθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειροσύνθετοι οι απειροσύνθετες τα απειροσύνθετα
      γενική των απειροσύνθετων των απειροσύνθετων των απειροσύνθετων
    αιτιατική τους απειροσύνθετους τις απειροσύνθετες τα απειροσύνθετα
     κλητική απειροσύνθετοι απειροσύνθετες απειροσύνθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

απειροσύνθετος < άπειρος + σύνθετος

  Επίθετο επεξεργασία

απειροσύνθετος (el)

  • (φυσική) χαοτικός, χαώδης, που αφορά συστήμα άπειρων συσχετισμών οι οποίοι εμφανίζουν κανονικότητα, όμως είναι εγγενώς αδύνατον να ακολουθηθεί η κάθε παραμέτρος, διότι η εντροπία που γεννά κάθε μέτρηση αυξάνει τις άγνωστες παραμέτρους στο σύστημα
    • συνιστάμενος από άπειρες παραμέτρους
    • συνιστάμενος από πολλά συστατικά τα οποία (ίσως) δεν είναι άπειρα, αλλά των οποίων οι ιδιότητες περιγράφονται από αριθμούς με άπειρα δεκαδικά ψηφία (μία στρογγυλοποίηση παρέχει πρόβλεψη πεπερασμένου χρόνου λόγω συσσώρευσης σφάλματος)

Συνώνυμα επεξεργασία