↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απειροελάχιστος η απειροελάχιστη το απειροελάχιστο
      γενική του απειροελάχιστου της απειροελάχιστης του απειροελάχιστου
    αιτιατική τον απειροελάχιστο την απειροελάχιστη το απειροελάχιστο
     κλητική απειροελάχιστε απειροελάχιστη απειροελάχιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειροελάχιστοι οι απειροελάχιστες τα απειροελάχιστα
      γενική των απειροελάχιστων των απειροελάχιστων των απειροελάχιστων
    αιτιατική τους απειροελάχιστους τις απειροελάχιστες τα απειροελάχιστα
     κλητική απειροελάχιστοι απειροελάχιστες απειροελάχιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απειροελάχιστος < σύνθετη λέξη από την αρχαία ελληνική ἄπειρος (λόγ. απειρο-) + ελάχιστος <μτφρδ. γαλλ. infini ment petit, infinitésime

  Επίθετο

επεξεργασία

απειροελάχιστος, -η, -ο

  1. αυτός που είναι πάρα πολύ μικρός, ώστε δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι
    τα μόρια του σώματος είναι απειροελάχιστα
  2. αυτός που έχει πολύ μικρή σημασία
    η διαφορά ανάμεσα στο Χ και στο Υ είναι απειροελάχιστη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία