απασχολησιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απασχολησιμότητα < απασχολήσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική employability)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απασχολησιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του απασχολήσιμου
- το να απασχολείται κάποιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απασχολησιμότητα