Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απασχολησιμότητα οι απασχολησιμότητες
      γενική της απασχολησιμότητας των απασχολησιμοτήτων
    αιτιατική την απασχολησιμότητα τις απασχολησιμότητες
     κλητική απασχολησιμότητα απασχολησιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απασχολησιμότητα < απασχολήσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική employability)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απασχολησιμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του απασχολήσιμου
  2. το να απασχολείται κάποιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία