Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απασάλειφτος η απασάλειφτη το απασάλειφτο
      γενική του απασάλειφτου της απασάλειφτης του απασάλειφτου
    αιτιατική τον απασάλειφτο την απασάλειφτη το απασάλειφτο
     κλητική απασάλειφτε απασάλειφτη απασάλειφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απασάλειφτοι οι απασάλειφτες τα απασάλειφτα
      γενική των απασάλειφτων των απασάλειφτων των απασάλειφτων
    αιτιατική τους απασάλειφτους τις απασάλειφτες τα απασάλειφτα
     κλητική απασάλειφτοι απασάλειφτες απασάλειφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απασάλειφτος < α- + πασαλείφω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απασάλειφτος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία