↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρνημένος η απαρνημένη το απαρνημένο
      γενική του απαρνημένου της απαρνημένης του απαρνημένου
    αιτιατική τον απαρνημένο την απαρνημένη το απαρνημένο
     κλητική απαρνημένε απαρνημένη απαρνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρνημένοι οι απαρνημένες τα απαρνημένα
      γενική των απαρνημένων των απαρνημένων των απαρνημένων
    αιτιατική τους απαρνημένους τις απαρνημένες τα απαρνημένα
     κλητική απαρνημένοι απαρνημένες απαρνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαρνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαρνούμαι

απαρνημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη απαρνούμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία