↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαντημένος η απαντημένη το απαντημένο
      γενική του απαντημένου της απαντημένης του απαντημένου
    αιτιατική τον απαντημένο την απαντημένη το απαντημένο
     κλητική απαντημένε απαντημένη απαντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαντημένοι οι απαντημένες τα απαντημένα
      γενική των απαντημένων των απαντημένων των απαντημένων
    αιτιατική τους απαντημένους τις απαντημένες τα απαντημένα
     κλητική απαντημένοι απαντημένες απαντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαντημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαντώ

απαντημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη απαντώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία