απαλάμιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαλάμιστος < α- + παλαμίζ(ω) + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paˈla.mi.stos/
Επίθετο
επεξεργασίααπαλάμιστος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παλάμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαλάμιστος
|