Δείτε επίσης: ἀπαιδευσία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαιδευσία οι απαιδευσίες
      γενική της απαιδευσίας των απαιδευσιών
    αιτιατική την απαιδευσία τις απαιδευσίες
     κλητική απαιδευσία απαιδευσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαιδευσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαιδευσία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pe.ðefˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παι‐δευ‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απαιδευσία θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία