απαιδευσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαιδευσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαιδευσία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pe.ðefˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παι‐δευ‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαιδευσία θηλυκό
- η ιδιότητα του απαίδευτου, η έλλειψη καλλιέργειας και μόρφωσης
- ※ Ἀλλ’ ὁ λαὸς τῶν Ρωμαίων τραχὺς καὶ ἀπελέκητος δὲν εἶχεν ἔμφυτον εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν φιλοκαλίαν. Ἡ ἀπαιδευσία, οἱ σκληροὶ καὶ ἀδιάκοποι πόλεμοι ἐσκότισαν τὸν νοῦν καὶ ἐπεθηρίωσαν τὴν καρδίαν των. (Γεώργιος Βιζυηνός, Μέσα εις το αμφιθέατρον)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαιδευσία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απαιδευσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας