απάχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απάχης | οι | απάχηδες |
γενική | του | απάχη | των | απάχηδων |
αιτιατική | τον | απάχη | τους | απάχηδες |
κλητική | απάχη | απάχηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπάχης αρσενικό (θηλυκό απάχισσα)
- (παρωχημένο) περιθωριακός άνθρωπος ή κακοποιός
- στην ταινία "Οι απάχηδες των Αθηνών" πρωταγωνιστούσε, μεταξύ άλλων, και ο Ντίνος Ηλιόπουλος