Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάχισσα οι απάχισσες
      γενική της απάχισσας των απαχισσών
    αιτιατική την απάχισσα τις απάχισσες
     κλητική απάχισσα απάχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάχισσα < απάχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απάχισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία