αορτίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αορτίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aortitis < αρχαία ελληνική ἀορτή (ἀείρω < πρωτοελληνική *aweřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wer- + *-yéti) + -ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααορτίτιδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αορτίτιδα