Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξετίμητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξετίμητ
ος
η
αξετίμητ
η
το
αξετίμητ
ο
γενική
του
αξετίμητ
ου
της
αξετίμητ
ης
του
αξετίμητ
ου
αιτιατική
τον
αξετίμητ
ο
την
αξετίμητ
η
το
αξετίμητ
ο
κλητική
αξετίμητ
ε
αξετίμητ
η
αξετίμητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξετίμητ
οι
οι
αξετίμητ
ες
τα
αξετίμητ
α
γενική
των
αξετίμητ
ων
των
αξετίμητ
ων
των
αξετίμητ
ων
αιτιατική
τους
αξετίμητ
ους
τις
αξετίμητ
ες
τα
αξετίμητ
α
κλητική
αξετίμητ
οι
αξετίμητ
ες
αξετίμητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξετίμητος
<
α-
+
ξετιμώ
+
-τος
<
αρχαία ελληνική
ἐκτιμάω
/
ἐκτιμῶ
Επίθετο
επεξεργασία
αξετίμητος, -η, -ο
(
λογοτεχνικό
) (
λαϊκότροπο
)
ανεκτίμητος
Συγγενικά
επεξεργασία
αξετίμητα
→
δείτε
τη λέξη
τιμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξετίμητος
→
δείτε
τη λέξη
ανεκτίμητος