↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωκύκλωση οι ανωκυκλώσεις
      γενική της ανωκύκλωσης* των ανωκυκλώσεων
    αιτιατική την ανωκύκλωση τις ανωκυκλώσεις
     κλητική ανωκύκλωση ανωκυκλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανωκυκλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανωκύκλωση < άνω/ανω- + κύκλος + (-κύκλωση όπως ανακύκλωση) < μεταφραστικό δάνειο απ' τα αγγλικά: upcycling/upcycle

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανωκύκλωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία