ανωκύκλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανωκύκλωση | οι | ανωκυκλώσεις |
γενική | της | ανωκύκλωσης* | των | ανωκυκλώσεων |
αιτιατική | την | ανωκύκλωση | τις | ανωκυκλώσεις |
κλητική | ανωκύκλωση | ανωκυκλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανωκυκλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανωκύκλωση < άνω/ανω- + κύκλος + -η (-κύκλωση όπως ανακύκλωση) < μεταφραστικό δάνειο απ' τα αγγλικά: upcycling/upcycle
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανωκύκλωση θηλυκό
- (σπάνιο) η επανάχρηση και μετατροπή αυτούσιων κομματιών ή ολόκληρων απορριμμένων αντικειμένων