ανυπόγραφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανυπόγραφος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπόγραφος
Επίθετο επεξεργασία
ανυπόγραφος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανυπόγραφα
- → δείτε τις λέξεις υπογράφω και γράφω
Δείτε επίσης : ἀνυπόγραφος |
ανυπόγραφος