Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unsigned < un- + signed

  Επίθετο επεξεργασία

unsigned (en)

  1. ανυπόγραφος
  2. (μαθηματικά, πληροφορική) χωρίς πρόσημο, θεωρείται ότι έχει θετικό πρόσημο (+)

Αντώνυμα επεξεργασία