ανυπάκοος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυπάκοος < ανυπάκουος < αν- + υπάκουος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.niˈpa.ko.os/
Επίθετο
επεξεργασίαανυπάκοος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ανυπάκουος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανυπάκοος
|
ανυπάκοος, -η, -ο
|