αντιφυλλοξηρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιφυλλοξηρικός < αντι- + φυλλοξηρικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιφυλλοξηρικός
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της φυλλοξήρας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιφυλλοξηρικός
|