Δείτε επίσης: ἀντίτακτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιτακτός η αντιτακτή το αντιτακτό
      γενική του αντιτακτού της αντιτακτής του αντιτακτού
    αιτιατική τον αντιτακτό την αντιτακτή το αντιτακτό
     κλητική αντιτακτέ αντιτακτή αντιτακτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιτακτοί οι αντιτακτές τα αντιτακτά
      γενική των αντιτακτών των αντιτακτών των αντιτακτών
    αιτιατική τους αντιτακτούς τις αντιτακτές τα αντιτακτά
     κλητική αντιτακτοί αντιτακτές αντιτακτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτακτός < αντιτάσσω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τός (πβ. (ελληνιστική κοινήἀντίτακτος)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιτακτός, -ή, -ό

  • που μπορεί να τοποθετηθεί απέναντι σε κάτι άλλο· χρησιμοποιείται για τον αντίχειρα που μπορεί να κινηθεί κατά τρόπο ώστε να βρεθεί απέναντι στα υπόλοιπα τέσσερα δάκτυλα
    • ο άνθρωπος έχει αντιτακτό αντίχειρα που του επιτρέπει να χειρίζεται εργαλεία
    • Μελέτη που δημοσιεύεται στην κορυφαία επιθεώρηση Science δείχνει ότι οι αυστραλοπίθηκοι, πρόγονοι του σύγχρονου ανθρώπου, είχαν ήδη αντιτακτό αντίχειρα και λαβή ακριβείας πριν από 3,2 εκατομμύρια χρόνια. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία