αντιτάξιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιτάξιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που μπορεί να τεθεί αντικριστά
- (μεταφορικά) που θεωρείται ότι ή δύναται να δράσει ιδεολογικώς αντίθετα
αντιτάξιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο