αντιπυρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπυρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααντιπυρικός
- που χρησιμεύει ως μέσο πυρόσβεσης, καταπολέμησης της φωτιάς ή για προστασία από αυτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπυρικός