αντιμιλιταρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμιλιταρισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική antimilitarisme < anti- + militarisme < militaire < λατινική militaris < miles
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιμιλιταρισμός αρσενικό
- (λόγιο) εναντίωση στον μιλιταρισμό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιμιλιταριστής
- αντιμιλιταρίστρια
- αντιμιλιταριστικά
- αντιμιλιταριστικός
- → δείτε τη λέξη μιλιταρισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμιλιταρισμός