Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμιλιταριστικός η αντιμιλιταριστική το αντιμιλιταριστικό
      γενική του αντιμιλιταριστικού της αντιμιλιταριστικής του αντιμιλιταριστικού
    αιτιατική τον αντιμιλιταριστικό την αντιμιλιταριστική το αντιμιλιταριστικό
     κλητική αντιμιλιταριστικέ αντιμιλιταριστική αντιμιλιταριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμιλιταριστικοί οι αντιμιλιταριστικές τα αντιμιλιταριστικά
      γενική των αντιμιλιταριστικών των αντιμιλιταριστικών των αντιμιλιταριστικών
    αιτιατική τους αντιμιλιταριστικούς τις αντιμιλιταριστικές τα αντιμιλιταριστικά
     κλητική αντιμιλιταριστικοί αντιμιλιταριστικές αντιμιλιταριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμιλιταριστικός < αντιμιλιταριστής + -κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιμιλιταριστικός -ή -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία