↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμεθυστικός η αντιμεθυστική το αντιμεθυστικό
      γενική του αντιμεθυστικού της αντιμεθυστικής του αντιμεθυστικού
    αιτιατική τον αντιμεθυστικό την αντιμεθυστική το αντιμεθυστικό
     κλητική αντιμεθυστικέ αντιμεθυστική αντιμεθυστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμεθυστικοί οι αντιμεθυστικές τα αντιμεθυστικά
      γενική των αντιμεθυστικών των αντιμεθυστικών των αντιμεθυστικών
    αιτιατική τους αντιμεθυστικούς τις αντιμεθυστικές τα αντιμεθυστικά
     κλητική αντιμεθυστικοί αντιμεθυστικές αντιμεθυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμεθυστικός < αντι- + μεθυστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιμεθυστικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη μέθη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία