Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικαθεστωτικός η αντικαθεστωτική το αντικαθεστωτικό
      γενική του αντικαθεστωτικού της αντικαθεστωτικής του αντικαθεστωτικού
    αιτιατική τον αντικαθεστωτικό την αντικαθεστωτική το αντικαθεστωτικό
     κλητική αντικαθεστωτικέ αντικαθεστωτική αντικαθεστωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικαθεστωτικοί οι αντικαθεστωτικές τα αντικαθεστωτικά
      γενική των αντικαθεστωτικών των αντικαθεστωτικών των αντικαθεστωτικών
    αιτιατική τους αντικαθεστωτικούς τις αντικαθεστωτικές τα αντικαθεστωτικά
     κλητική αντικαθεστωτικοί αντικαθεστωτικές αντικαθεστωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικαθεστωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αντικαθεστωτικός

  1. που είναι αντίθετος με το καθεστώς ή γενικότερα το πολίτευμα της χώρας του
  2. (γενικότερα) που είναι αντίθετος με κάποιο καθεστώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία