↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδεσποτικός η αντιδεσποτική το αντιδεσποτικό
      γενική του αντιδεσποτικού της αντιδεσποτικής του αντιδεσποτικού
    αιτιατική τον αντιδεσποτικό την αντιδεσποτική το αντιδεσποτικό
     κλητική αντιδεσποτικέ αντιδεσποτική αντιδεσποτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδεσποτικοί οι αντιδεσποτικές τα αντιδεσποτικά
      γενική των αντιδεσποτικών των αντιδεσποτικών των αντιδεσποτικών
    αιτιατική τους αντιδεσποτικούς τις αντιδεσποτικές τα αντιδεσποτικά
     κλητική αντιδεσποτικοί αντιδεσποτικές αντιδεσποτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιδεσποτικός < αντι- + δεσποτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.ðe.spo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐δε‐σπο‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιδεσποτικός, -ή, -ό

  • που αντιτίθεται στους δεσπότες
    ※  Αλλά η επίθεση των «εστεμμένων», και οι συνωμοσίες του ντόπιου ομολόγου τους και των «ευγενών» κατά της Επανάστασης, έφεραν τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’ στην «κόψη του ξυραφιού» και της καρμανιόλας. Η δίκη του, η καταδίκη του και η καρατόμησή του (11.11.92-21.1.93) δικαιώθηκαν με νέους χειμάρρους αντιδεσποτικών λόγων.
    Πλωρίτης, Μάριος, Στιγμές και λόγοι της Γαλλικής Επανάστασης, Ερανιστής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αντιδεσποτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)