Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιβουλγαρισμός οι αντιβουλγαρισμοί
      γενική του αντιβουλγαρισμού των αντιβουλγαρισμών
    αιτιατική τον αντιβουλγαρισμό τους αντιβουλγαρισμούς
     κλητική αντιβουλγαρισμέ αντιβουλγαρισμοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιβουλγαρισμός < καθαρεύουσα ἀντιβουλγαρισμός < ἀντι- + βουλγαρισμός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.vul.ɣa.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐βουλ‐γα‐ρι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιβουλγαρισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αντιβουλγαρισμόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας