Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιαγγειογένεση οι αντιαγγειογενέσεις
      γενική της αντιαγγειογένεσης* των αντιαγγειογενέσεων
    αιτιατική την αντιαγγειογένεση τις αντιαγγειογενέσεις
     κλητική αντιαγγειογένεση αντιαγγειογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιαγγειογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιαγγειογένεση < αντι- + αγγειογένεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιαγγειογένεση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία