Δείτε επίσης: ἀντίφραγμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίφραγμα τα αντιφράγματα
      γενική του αντιφράγματος των αντιφραγμάτων
    αιτιατική το αντίφραγμα τα αντιφράγματα
     κλητική αντίφραγμα αντιφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίφραγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίφραγμα < αρχαία ελληνική ἀντιφράσσω (< ἀντί + φράσσω), θέμα ἀντιφρακ- ἀντιφραγ- + -μα. Συγχρονικά αναλύεται σε αντί- + φράγμα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈdi.fɾaɣma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐φραγ‐μα
παλιότερος συλλαβισμός: αν‐τί‐φρα‐γμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίφραγμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία