αντίφραγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντίφραγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίφραγμα < αρχαία ελληνική ἀντιφράσσω (< ἀντί + φράσσω), θέμα ἀντιφρακ- ἀντιφραγ- + -μα. Συγχρονικά αναλύεται σε αντί- + φράγμα.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdi.fɾaɣma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐φραγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : αν‐τί‐φρα‐γμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίφραγμα ουδέτερο
- (σπάνιο) φράγμα απέναντι σε κάτι, κάτι που φράζει
- ※ και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ᾽ ως την πλάκα | οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε | κι εξόχως τον προφύλαξεν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr για τη λέξη ἔρυμα: ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 137
- ※ και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ᾽ ως την πλάκα | οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε | κι εξόχως τον προφύλαξεν,
Πηγές επεξεργασία
- αντίφραγμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)