ανοσοθεραπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοσοθεραπευτικός < ανοσοθεραπεία + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunotherapeutic)
Επίθετο επεξεργασία
ανοσοθεραπευτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (ιατρική) που έχει σχέση με την ανοσοθεραπεία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανοσοθεραπεία, νόσος και θεραπεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοσοθεραπευτικός