↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανισοπεδοποιημένος η ανισοπεδοποιημένη το ανισοπεδοποιημένο
      γενική του ανισοπεδοποιημένου της ανισοπεδοποιημένης του ανισοπεδοποιημένου
    αιτιατική τον ανισοπεδοποιημένο την ανισοπεδοποιημένη το ανισοπεδοποιημένο
     κλητική ανισοπεδοποιημένε ανισοπεδοποιημένη ανισοπεδοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανισοπεδοποιημένοι οι ανισοπεδοποιημένες τα ανισοπεδοποιημένα
      γενική των ανισοπεδοποιημένων των ανισοπεδοποιημένων των ανισοπεδοποιημένων
    αιτιατική τους ανισοπεδοποιημένους τις ανισοπεδοποιημένες τα ανισοπεδοποιημένα
     κλητική ανισοπεδοποιημένοι ανισοπεδοποιημένες ανισοπεδοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανισοπεδοποιημένος < ανισόπεδ(ος) + -ο- + -ποιημένος

ανισοπεδοποιημένος



  Μεταφράσεις

επεξεργασία