Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθόσκεπος η ανθόσκεπη το ανθόσκεπο
      γενική του ανθόσκεπου της ανθόσκεπης του ανθόσκεπου
    αιτιατική τον ανθόσκεπο την ανθόσκεπη το ανθόσκεπο
     κλητική ανθόσκεπε ανθόσκεπη ανθόσκεπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθόσκεποι οι ανθόσκεπες τα ανθόσκεπα
      γενική των ανθόσκεπων των ανθόσκεπων των ανθόσκεπων
    αιτιατική τους ανθόσκεπους τις ανθόσκεπες τα ανθόσκεπα
     κλητική ανθόσκεποι ανθόσκεπες ανθόσκεπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθόσκεπος < ανθό- + -σκεπος ( < λόγιο -σκεπής)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈθo.sce.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θό‐σκε‐πος

  Επίθετο επεξεργασία

ανθόσκεπος, -η, -ο

  • (λογοτεχνικό) σκεπασμένος με άνθη
    ※  και τ’ ανθόσκεπο κλαρί
    στου βραδιού την αύρα
    ρίχνει τη λευκότη του
    και φοραίνει μαύρα
    Κώστας Βάρναλης (1884-1974), 3ο ποίημα, «Σ' ένα αδειανό βάθρο θεού», Συλλογή: Κηρήθες, στίχοι 5‑8

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία